- αραχνοΰφαντος
- -η, -ολεπτότατος σαν τον ιστό της αράχνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραχνοΰφαντος — η, ο αυτός που έχει υφανθεί πολύ λεπτά, σαν από αράχνη, λεπτεπίλεπτος, αραχνένιος: Το φουστάνι που φορούσε ήταν κυριολεκτικά αραχνοΰφαντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροΰφαντος — η, ο αυτός που μοιάζει υφασμένος με αέρα, αραχνοΰφαντος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + υφαντός < υφαίνω] … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
αραχνιώδης — (Α ἀραχνιώδης, ες) [αράχνιον] 1. αυτός που μοιάζει με ιστό αράχνης, αραχνοΰφαντος 2. (για υγρά) γεμάτος κατακάθια όμοια με ιστούς αράχνης … Dictionary of Greek
αραχνοϋφής — ἀραχνοϋφής, ές (AM) αραχνοΰφαντος … Dictionary of Greek